- διαστρέφει
- διαστρέφωturn different wayspres ind mp 2nd sgδιαστρέφωturn different wayspres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαστροφέας — ο, η (Μ διαστροφεύς) 1. αυτός που διαστρέφει, διαστρεβλώνει κάτι 2. αυτός που κάνει χειρότερο κάτι, διαφθορέας («οἱ δὲ... διαστροφέως πεπειραμένοι», Ευσ.) … Dictionary of Greek
κακόπιστος — η, ο (AM κακόπιστος, ον) αυτός που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη, ο κακής πίστεως, δόλιος, ανειλικρινής νεοελλ. αυτός που διαστρέφει την αλήθεια για δικό του όφελος μσν. αρχ. αυτός που έχει εσφαλμένη θρησκευτική πίστη, αιρετικός, κακόδοξος. επίρρ...… … Dictionary of Greek
μοιχός — ο (ΑΜ μοιχός) αυτός που διαπράττει μοιχεία μσν. 1. αυτός που συνευρίσκεται με κοπέλα μικρής ηλικίας, διαφθορέας 2. αυτός που παραποιεί, που διαστρέφει κάτι μσν. αρχ. (για αρσενοκοιτία) εραστής, επιβήτορας αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τα είδωλα,… … Dictionary of Greek
παραχαράκτης — ο, ΝΜΑ, παραχαρακτής Α [παραχαράσσω] ο κατασκευαστής κίβδηλων νομισμάτων, ο κιβδηλοποιός νεοελλ. μσν. συνεκδ. αυτός που αλλοιώνει, που διαστρέφει, που παραποιεί, ο διαστροφέας («παραχαράκται τῆς ἀληθείας», Ευστ.) … Dictionary of Greek
στρεβλωτής — ο, ΝΑ, και θηλ. στρεβλώτρια Ν [στρεβλῶ, ώνω] νεοελλ. 1. αυτός που στρεβλώνει κάτι 2. μτφ. αυτός που διαστρέφει κάτι, που διαστρεβλώνει κάτι («στρεβλωτής τής αλήθειας») αρχ. η στρέβλη, το στρεβλωτήριο … Dictionary of Greek
στρεβλόχειλος — ον, Μ 1. αυτός που έχει στρεβλά, στραβά χείλη 2. μτφ. αυτός που διαστρέφει την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλός + χεῖλος (πρβλ. παχύ χειλος)] … Dictionary of Greek
στρεψίμελος — ον, Α αυτός που διαστρέφει τη μελωδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψι τού στρέφω, συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* + μέλος] … Dictionary of Greek
στρεψόδικος — η, ο, Ν 1. αυτός που συστηματικά χρησιμοποιεί στρεψοδικίες 2. (γενικά) αυτός που σκόπιμα διαστρέφει την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αόρ. έστρεψα τού στρέφω + δικός (< δίκη). Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Χρ. Ρουσόπουλο] … Dictionary of Greek
διαστρέφω — διάστρεψα και διέστρεψα, διαστράφηκα, διαστραμμένος και διεστραμμένος, μτφ. 1. διαστρεβλώνω, παραμορφώνω: Πάντα διαστρέφει τα γεγονότα με τη φαντασία του. 2. διαφθείρω: Η παρέα μαζί του θα σε διαστρέψει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακόπιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη, δεν είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του: Αυτός είναι κακόπιστος οφειλέτης. 2. αυτός που διαστρέφει την αλήθεια: Μην εκνευρίζεσαι με τον Παύλο, γιατί αυτός είναι πάντα κακόπιστος συζητητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)